- αναξυρίς
- (I)ἀναξυρίς (-ίδος), η (AM)(συνήθως στον πληθυντικό) αἱ ἀναξυρίδεςστενή περισκελίδα μέχρι τους αστραγάλους, που τή χρησιμοποιούσαν ανατολικοί λαοί (Σκύθες κ.ά).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίαςκατά τον Ευστάθιο, η λ. παράγεται από το ἀνασύρομαιτο πιθανότερο η λ. να αποτελεί δάνειο από την Περσική].————————(II)ἀναξυρίς (-ίδος), η (Α)1. κάλυμμα για το κεφάλι (Πολυδ. 7, 58)2. στον πληθ. aἱ ἀναξυρίδες το κόψιμο τών μαλλιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνa-* + ξυρῶ «ξυρίζω», με τη σημασία «το κόψιμο τών μαλλιών»].
Dictionary of Greek. 2013.